συγκτώμαι

συγκτώμαι
-άομαι, Α [κτῶμαι]
αποκτώ ή κερδίζω κάτι μαζί με κάποιον άλλο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • κτώμαι — άομαι (AM κτῶμαι, άομαι, Α ιων. τ. κτέομαι) 1. (ως μέσ.) παίρνω κάτι στην κατοχή μου, πορίζομαι, γίνομαι κύριος, αποκτώ (α. «κτήσεται δ ἄνευ δορὸς αὐτόν τε καὶ γῆν», Αισχύλ. β. «πολλάκις δοκεῑ τὸ φυλάξαι τ άγαθά τοῡ κτήσασθαι χαλεπώτερον εἶναι»,… …   Dictionary of Greek

  • συγκτήτωρ — ορος, ὁ, Α αυτός που είναι κάτοχος ενός πράγματος από κοινού με άλλον. [ΕΤΥΜΟΛ. < συγκτῶμαι + επίθημα τωρ (πρβλ. ῥή τωρ)] …   Dictionary of Greek

  • σύγκτησις — ήσεως, ἡ, ΜΑ [συγκτῶμαι] η κτήση ή κατοχή κτημάτων από κοινού με άλλον …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”